αισχρολογικός

αισχρολογικός
η , ό[ν] бранный, сквернословный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αισχρολογικός" в других словарях:

  • αισχρολογικός — ή, ό [αισχρολόγος] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αισχρολογίες ή σε αισχρολόγο …   Dictionary of Greek

  • αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»